- ὁπλομαχικός
- ὁπλο-μαχικός, ή, όν, zum Kampfe mit schweren Waffen gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπλομαχικός — ὁπλομαχικός, ή όν (Α) [οπλομαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οπλομαχία («ὁπλομαχικοὶ ἀγῶνες», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek
ὁπλομαχικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομαχικῶν — ὁπλομαχικός of fem gen pl ὁπλομαχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομαχικόν — ὁπλομαχικός of masc acc sg ὁπλομαχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομαχικούς — ὁπλομαχικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομαχικήν — ὁπλομαχικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομαχικάς — ὁπλομαχικά̱ς , ὁπλομαχικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)